- σύμφθαρσις
- σύμφθαρσιςsimultaneous destructionfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σύμφθαρσις — άρσεως, ἡ, Α [συμφθείρομαι] 1. (για χρώματα) βαθμιαία αλλαγή 2. ανάμιξη … Dictionary of Greek
σύμφθαρσιν — σύμφθαρσις simultaneous destruction fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμφθάρσεως — συμφθάρσεω̆ς , σύμφθαρσις simultaneous destruction fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)